αποκαθιστανω

αποκαθιστανω
    ἀποκαθιστάνω
    ἀποκᾰθιστάνω
    Polyb., Diod. и ἀποκαθιστάω Arst., Diod. = ἀποκαθίστημι См. αποκαθιστημι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποκαθιστανω" в других словарях:

  • αποκαθιστάνω — βλ. αποκαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»